σφαιρικός

σφαιρικός
-ή, -ό / σφαιρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σφαίρα]
1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα»)
2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια»)
νεοελλ.
1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού θέματος»)
2. φρ. α) «σφαιρική άτρακτος» — τμήμα τής επιφάνειας τής σφαίρας το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ δύο μέγιστων ημικυκλίων της
β) «σφαιρική τριγωνομετρία»
μαθημ. κλάδος τής τριγωνομετρίας, τού οποίου η βασική έννοια είναι η τρίεδρη γωνία που σχηματίζεται από τρεις ημιευθείες που εκκινούν από ένα κοινό σημείο στον χώρο
γ) «σφαιρικό τρίγωνο»
μαθημ. τρίγωνο που σχηματίζεται από το τμήμα τής επιφάνειας μιας σφαίρας το οποίο περιορίζεται από τρία τόξα μέγιστων κύκλων, οι γωνίες τού οποίου έχουν άθροισμα κυμαινόμενο μεταξύ δύο και έξι ορθών γωνιών
δ) «σφαιρικό πολύγωνο»
μαθημ. στρεβλό πολύγωνο σφαιρικής επιφάνειας που περιορίζεται από τόξα μέγιστου κύκλου
ε) «σφαιρική υπεροχή»
μαθημ. το άθροισμα τών γωνιών ενός σφαιρικού τριγώνου ελαττωμένου κατά δύο ορθές
στ) «σφαιρική γεωμετρία»
μαθημ. γεωμετρία όλων τών σχημάτων που χαράσσονται στην επιφάνεια τής σφαίρας και ιδίως τών σφαιρικών τριγώνων τα οποία σχηματίζονται από τρία τόξα μέγιστων κύκλων
ζ) «σφαιρικό τμήμα»
μαθημ. τμήμα τής σφαίρας το οποίο περιέχεται μεταξύ δύο παράλληλων κύκλων της
η) «σφαιρικός δακτύλιος»
μαθημ. στερεό το οποίο παράγεται όταν κυκλικό τμήμα, που στρέφεται γύρω από διάμετρο η οποία δεν τό τέμνει, εκτελέσει μία πλήρη περιστροφή
θ) «σφαιρικός διαβήτης»
μαθημ. διαβήτης με κεκαμμένα άκρα με τρόπο που επιτρέπει, κατά περίπτωση, τη μέτρηση τής εξωτερικής διαμέτρου ενός σώματος ή τής εσωτερικής διαμέτρου ενός κυλίνδρου
ι) «σφαιρικός όνυξ»
μαθημ. βλ. όνυχας
ια) «σφαιρική ζώνη»
μαθημ. το τμήμα τής επιφάνειας μιας σφαίρας το οποίο περιέχεται μεταξύ δύο παράλληλων επιπέδων που τέμνουν τη σφαίρα
ιβ) «σφαιρική εκτροπή»
φυσ. η γεωμετρική εκτροπή ενός οπτικού συστήματος που έχει άξονα συμμετρίας, σύμφωνα με την οποία οι φωτεινές ακτίνες που προέρχονται από μια τοποθετημένη πάνω στον οπτικό άξονα τού συστήματος σημειακή φωτεινή πηγή συναντούν το σύστημα σε σημεία τα οποία κείνται σε διαφορετικές θέσεις πάνω σε αυτό
ιγ) «σφαιρική αστρονομία»
αστρον. κλάδος τής αστρονομίας ή αστρομετρίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων θέσεων και κινήσεων πάνω στην ουράνια σφαίρα τών διαφόρων ουράνιων σωμάτων, τα οποία εκλαμβάνονται ως υλικά σημεία
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στις ουράνιες σφαίρες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιρική
(ενν. τέχνη) η δεξιότητα κάποιου να παίζει σφαίρα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σφαιρικόν
ονομασία κολλυρίου
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σφαιρικά
η γεωμετρική διδασκαλία περί σφαίρας
5. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Σφαιρικά
τίτλος έργου τού Θεοδοσίου
6. φρ. α) «σφαιρικὸς ἀριθμός» — αριθμός που καθορίζει την αποκατάσταση ενός πλανήτη στη θέση που κατείχε στη σφαίρα (Νικόμ. Γερ.)
β) «σφαιρικὸς λόγος» — η διδασκαλία σχετικά με την ουράνια σφαίρα (Διόδ.).
επίρρ...
σφαιρικώς / σφαιρικῶς ΝΜΑ, και σφαιρικά Ν
σαν σφαίρα ή με τρόπο σφαιρικό
νεοελλ.
από όλες τις απόψεις, από όλες τις οπτικές γωνίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφαιρικός — globular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει το σχήμα της σφαίρας, στρογγυλός: Η Γη έχει σφαιρικό σχήμα. 2. ολόπλευρος: Έγινε μια σφαιρική θεώρηση του ζητήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαιρικά — σφαιρικός globular neut nom/voc/acc pl σφαιρικά̱ , σφαιρικός globular fem nom/voc/acc dual σφαιρικά̱ , σφαιρικός globular fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικῶν — σφαιρικός globular fem gen pl σφαιρικός globular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικόν — σφαιρικός globular masc acc sg σφαιρικός globular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικαῖς — σφαιρικός globular fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικαί — σφαιρικός globular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικοῖς — σφαιρικός globular masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικοί — σφαιρικός globular masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικοῦ — σφαιρικός globular masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”